καταστερίζω

καταστερίζω
(Α καταστερίζω) [κατάστερος]
τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.)
αρχ.
1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό
2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταστερίζει — καταστερίζω pres ind mp 2nd sg καταστερίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστερίζομεν — καταστερίζω pres ind act 1st pl καταστερίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστερίσαι — καταστερίζω aor inf act καταστερίσαῑ , καταστερίζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστερίσαντα — καταστερίζω aor part act neut nom/voc/acc pl καταστερίζω aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστεριζομένῳ — καταστερίζω pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστερισθεῖσαι — καταστερίζω aor part pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστερισθῆναι — καταστερίζω aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστερισθέντος — καταστερίζω aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστερίζεται — καταστερίζω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστερίζοντες — καταστερίζω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”