- καταστερίζω
- (Α καταστερίζω) [κατάστερος]τοποθετώ κάποιον ή κάτι μεταξύ τών αστέρων, κατατάσσω σε αστερισμό («ὁ Κρόνος πάντας κατηστέρησε», Πλούτ.)αρχ.1. ορίζω, σημειώνω κάποιον αστερισμό2. στολίζω με αστέρια («κατηστερισμένα ζῴδια», Ίππαρχ.).
Dictionary of Greek. 2013.